μανικιούρ

μανικιούρ
το
η περιποίηση τών νυχιών τών χεριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. manicure < λατ. manus «χέρι» + -icure (πρβλ. πεντικιούρ < γαλλ. pedicure)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μανικιούρ — το άκλ. (λ. γαλλ.), η περιποίηση των νυχιών του χεριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μανικιουρίστας — ο, θηλ. μανικιουρίστα [μανικιούρ] αισθητικός που ασχολείται με την περιποίηση τών νυχιών τών χεριών …   Dictionary of Greek

  • ονυχοκομία — η [ονυχοκόμος] η περιποίηση τών νυχιών, μανικιούρ …   Dictionary of Greek

  • ονυχοκόμος — ο, η αισθητικός που ασχολείται με την περιποίηση τών νυχιών, μανικιουρίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ονυχοκόμος (< όνυχας [Ι] + κόμος < κομῶ «φροντίζω»)αποτελεί απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. manicuriste (βλ. λ. μανικιούρ)] …   Dictionary of Greek

  • χειροκομία — η, Ν περιποίηση τών χεριών, κν. μανικιούρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κομία (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. παιδο κομία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”